- ἐσίζηται
- εἰσίζομαιtake one's station inpres subj mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επειδάν — ἐπειδάν (Α) (σύνδ.) 1. (για χρόνο) όταν, αφού («ταρβεῑ, ἐπειδὰν πρῶτον ἐσίζηται λόγον ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ. «ἐπειδὰν σὺ βούλῃ διαλέγεσθαι», Πλάτ.) 2. (με ευκτ. αναφορικά με μέλλοντα χρόνο) αφού («δίκην με λήψεσθαι παρ αὐτῶν, ἐπειδὰν [αντί επειδή]… … Dictionary of Greek